Ότι προηγείται αποτελεί διαφημιστικό υλικό και δεν αφορά τη σελίδα


ΚΛΗΔΟΝΑΣ τεύχος 1ο

 

 
 

 

 

 

 


ΚΛΗΔΟΝΑΣ

Ένα πανάρχαιο παιχνίδι ερωτικών χρησμών

 

«Έμβα Ήλιε, ’βγα κυρ Ήλιε,

κι έλα καλορίζικε,

χρυσό βουνόν θε να ’νεβώ,

χρυσό μαρμαροβούνι».

 

«Οι έλληνες εις τους οποίους το έτος πριν γίνωσι χριστιανοί ήρχιζεν εκ του θερινού ηλιοτροπίου, και συν αυτοίς πάντες οι εν Συρία ορθόδοξοι άπτουσι πυρά την αυτήν εσπέραν καθ’ ην άπτουσι και οι εν Πόντω, και πηδώσι ταύτα, ρίπτουσι δε τους κλήδονας αι παρθένοι, δηλαδή εις δοχείον πλήρες ύδατος ως επί το πλήστον πολύ φρεατίου ρίπτειν εκάστην εν σηναίνον εαυτήν σημείον, εκθέτουσι δε το δοχείον καλώς κεκλεισμένον εις τα άστρα καθ’ όλην την νύκτα, πάντα ποιούσαι χωρίς να ομιλώσι. Την δε πρωίαν καθήμεναι περί το δοχείο, άδουσι διάφορα άσματα εις το τέλος δε εκάστου παιδίον μικρόν εξάγει εκ του δοχείου εν σημείον, εις ο και εις ην ανήκει παρθένον αναφέρεται το προψαλθέν άσμα, δι’ ου δηλούται πως μέλλει ν’ αποβή δι’ αυτήν το έτος».

Περίληψις Περιηγήσεων Ποταγού, Παναγιώτης Ποταγός, έκδ. Εθνικού Πανεπιστημίου, 1883

 

Ο Κλήδονας είναι έθιμο της αγροτικής υπαίθρου και των νησιών με καταγωγή στον παγανισμό των αρχαίων χρόνων, που επικρατούσε ο «κλήδων». Κλήδων ονομαζόταν ο προγνωστικός ήχος και κατ’ επέκταση ο συνδυασμός τυχαίων και ασυνάρτητων λέξεων που ακούγονταν κατά τη διάρκεια μαντικών τελετών στις οποίες αποδίδονταν προφητική σημασία. Στην συνέχεια και παρά τις απαγορεύσεις της εκκλησίας, το έθιμο εξελίχθηκε σε μια θερινή ιεροτελεστία ερωτικών χρησμών.  

Ο κλήδονας ζωντανεύει του Αη-Γιαννιού του Ριγανά στις 24 Ιουνίου, την ημέρα του καλοκαιρινού ηλιοτρόπιου. Από την παραμονή ανάβονται μεγάλες φωτιές που τις πηδούν ακόμη και τα παιδιά. Κατόπιν οι ανύπαντρες κοπέλες φέρνουν το «αμίλητο νερό» και το αδειάζουν σε ένα πήλινο δοχείο, ρίχνοντας μέσα ένα «ριζικάρι», κάποιο προσωπικό -συνήθως πολύτιμο- αντικείμενο. Σκεπάζουν έπειτα το δοχείο με κόκκινο πανί, απάνω τοποθετούν ένα κλειδί και το αφήνουν όλη τη νύχτα κάτω από τον ξάστερο ουρανό για να «ξαστριστεί».

Την επόμενη μέρα, πριν βγει ο ήλιος και χαθεί η δύναμη των αστεριών ανοίγεται με τραγούδια το δοχείο και ένα παιδί εξάγει στην τύχη ένα-ένα τα αντικείμενα. Το τραγούδι, τα λόγια του κόσμου, ακόμα και στιχάκια από ημερολόγιο που ακούγονται έχουν σημασία για το μέλλον της κοπέλας στην οποία ανήκει το αντικείμενο που βγαίνει εκείνη την στιγμή... Στο τέλος όλων αυτών στήνεται ένα μεγάλο γλέντι.

 

 

 

 

 

 

 


ANDRÉ BRETON

ΟΧΙ ΣΤΟΝ ΜΙΖΕΡΑΜΠΙΛΙΣΜΟ

 

Εννοείται ότι ο μιζεραμπιλισμός, του οποίου η εμφάνιση μπορεί να θεωρηθεί ως φαινόμενο των τελευταίων ειδικά ετών, ο μιζεραμπιλισμός, τούτη η μάστιγα ενάντια στην οποία έχει έλθει η στιγμή για να πάρουμε δραστικά μέτρα, επιδέχεται στον χώρο της τέχνης τόσες ποικιλίες όσες είναι οι δυνατές κατηγορίες της μιζέριας: μιζέρια φυσιολογική, μιζέρια ψυχολογική, μιζέρια ηθική κτλ. Είναι πια καιρός να τον μελετήσουμε κλινικά.     

     Ο μιζεραμπιλισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι λυμαίνεται την Γαλλία κατά τρόπον ενδημικό. Ο Μεσαίωνας, κι εδώ όπως κι αλλού, είναι απαλλαγμένος απ’ αυτόν. Ο 15ος και ο 16ος αιώνας εγείρονται εναντίον του, αψηφώντας ως προς αυτό την ήδη υπό διάλυση παπική Ιταλία. Ενάντια στις διεισδύσεις του, ο 19ος, για τον οποίον το Κτήνος έχει πάρει το όνομα του ακαδημαϊσμού, αντιδρά κατά τρόπον ηρωικό (Hugo, Nerval, Géricauld, Corot, Baudelaire, Rimbaud, Gauguin, Seurat, Henri Rousseau). Πίσω τους, η μεγάλη γέφυρα που ρίχτηκε—δίχως στήριγμα ακόμη—από τον Jean-Jacques, τον Sade, την Γαλλική Επανάσταση. 

     Σήμερα, ο μιζεραμπιλισμός αποτελεί, κι εδώ, αποκύημα της τέλειας διασταύρωσης των δυο αυτών βδελλών, του Χιτλερικού φασισμού και του Σταλινισμού, που έχουν κάμει κολεγιά για να βασανίζουν τους καλλιτέχνες και να χύνουν φαρμάκι εναντίον τους. Τούτο δρα επίσης βραδυφλεγώς, αφού βρίσκεται ακόμη κοντά μας, χάρη στην αηδιαστική πτυχή του υπαρξισμού, τις μιαρές Εύες με τις σαμπρέλες του Leger και τους Χριστούς-παλιάτσους με ακτίνες αναποδογυρισμένης ομπρέλας του Buffet—αξίας ενός εκατομμυρίου έκαστος και παραπάνω, στο χρηματιστήριο της χρεοκοπίας.

     Χρειάζεται μήπως να υπενθυμίσουμε ότι οι καβγάδες περί τάσεων δεν έχουν εδώ την παραμικρή σημασία; Πρόκειται, ακόμη, περί μιας «ιερής γλώσσας». «Μπορούμε τάχα», αναρωτιόταν ήδη ο Eugène Soldi στα 1897, «να διαχωρίσουμε ένα συγκεκριμένο γεγονός από μια γενικευμένη ιδέα, μια σκέψη αφηρημένη; Ο ανθρώπινος νους μπορεί τάχα να συλλάβει ένα πράγμα δίχως δεσμούς με το πραγματικό; Όχι». Η υπόθεση έχει κριθεί με το παραπάνω. Αλλ’ η υποτίμηση στη θέση της εξύψωσης —ιδού ο μιζεραμπιλισμός, ιδού και το έγκλημα.

 

                                                                                     (Μετάφραση: Νίκος Σταμπάκης)

 

 

 

 

 


VRATISLAV EFFENBERGER

 

ΤΟ ΑΤΟΜΟ ΚΑΙ Η ΟΜΑΔΑ

 

 

 

Στον υπερρεαλισμό, ήδη από τη γέννησή του, από την πρώτη του διανοητική επεξεργασία, η έμφαση δόθηκε στις διαλεκτικές σχέσεις, σημαδεμένες τρόπον τινά από την αμφιταλάντευση, οι οποίες διατηρούνται μεταξύ δημιουργού και ομάδας. Η δημιουργική ατομικότητα δεν αποχτά στίγμα παρά μόνο σε σχέση με την ομαδικότητα. Οι λιγότερο ξεκάθαρες προσωπικότητες συλλαμβάνουν αυτήν την τελευταία ως ομοιομορφία, ενώ στην πραγματικότητα τη διαμορφώνουν βάσει των τρόπων ύπαρξης και δράσης που υιοθετούν. Η μεμονωμένη δημιουργική πράξη γονιμοποιεί την ομαδικότητα και αποτελεί γι’ αυτήν αληθινή έμπνευση: μέσω αυτής διαλύονται οι εντάσεις μεταξύ ατομικότητας και ομάδας, καθώς κι η εχθρότητα που οπλίζει τη μια ενάντια στην άλλη.

     Υπ’ αυτήν την έννοια, η ιστορία του υπερρεαλισμού διδάσκει πολλά. Η εσωτερική πειθαρχία που μετέφραζε σε ιδεολογικούς όρους μιαν αυθόρμητη αλληλοσυνεννόηση και θεμελίωνε διανοητικά την έννοια του υπερρεαλιστικού κινήματος, δεν έχει διόλου εμποδίσει την άνθηση ενός σεβαστού αριθμού προσωπικοτήτων μεγάλου διαμετρήματος. Μολονότι, για πολλές απ’ αυτές, η συμμετοχή στις δραστηριότητες υπήρξε μικρής διαρκείας, είναι ακριβώς στην καρδιά μιας ομαδικότητας που επιβεβαίωσαν τις επιλογές τις οποίες οι δυνάμεις τους κατ’ αρχάς έπλασαν κι εν συνεχεία εξεδήλωσαν. Στις στιγμές αποκρυστάλλωσης της προσωπικότητας, είναι σαφές ότι η ζωή μες σε μιαν ομαδικότητα αριθμητικά περιορισμένη, κι η διακύβευση των επιλογών που απορρέουν απ’ αυτήν, τονίζουν τα χαρακτηριστικά της μορφής όσο λίγο κι αν είναι αποτελεσματικές οι πνευματικές φιλοδοξίες κι εντάσεις της συλλογικής πράξης. Η κεντρομόλος ενέργεια που εμψυχώνει το δημιουργό παράγει το αντίστροφο αποτέλεσμα απ’ αυτό που θα περίμενε κανείς απ’ την ομοφωνία των απόψεων. Τούτη η εξύψωση των προσωπικών ικανοτήτων δεν μειώνεται διόλου από τη χρήση κοινού λεξιλογίου ή από τον εξυπακουόμενο προσδιορισμό, ανάλογα με τις πολιτικές ή πρακτικές αναγκαιότητες, ενός ατόμου μεταξύ άλλων ως εμβλήματος, ως φερέφωνου ή ως οργανωτή. Αυτός ο ρόλος, μόνο κατ’ εξαίρεση και για λίγο καιρό, μοιράσθηκε μεταξύ των Breton και Aragon στο Παρίσι, μεταξύ των Teige και Nezval στην Πράγα: ακόμη και τότε η μοιρασιά υπήρξε άνιση, προς όφελος του Breton και του Teige, καθώς γνωρίζουμε, γύρω απ’ τους οποίους, και στις δυο περιπτώσεις, επικεντρώνονται οι δραστηριότητες, σε σημείο που εκείνοι σύντομα αποτελούν το κέντρο βάρους. Ίσως λιγότερο κι από τις ικανότητες που κατέχουν σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις προκειμένου να παίξουν αυτόν το ρόλο, πρόκειται εδώ για προβολή του υπερεγώ σε μια προσωπικότητα, μοναδική, που συμβολίζει το σύνολο της ομαδικότητας κι εγγυάται τη συνοχή της. Στο πλέγμα των σχέσεων που δημιουργήθηκαν από αυτήν την ανάγκη συμβολικής προβολής, η δημιουργική ατομικότητα βασανίζεται από αμφίρροπα αισθήματα, πράξεις θαυμασμού και απέχθειας, απέναντι στην προσωπικότητα στην οποία έχει ανατεθεί ο ρόλος του εξωτερικού υπερεγώ. Κατά τη διάρκεια αυτού του παιγνιδιού που ανάβει μες από σχέσεις αντιφατικές, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας καλούνται ν’ απαλειφθούν ή να επιταθούν. Την ίδια στιγμή, το κίνημα, εφοδιασμένο με μια κεντρική αρχή που διαθέτει αυθεντία, και με μιαν επιλεκτική δομή, επιβεβαιώνει έτσι τον προσανατολισμό, τις προοπτικές και τη συνέχειά του.

     Στη συγκρότηση αυτών των σχέσεων μεταξύ του δημιουργικού ατόμου και της ομαδικότητας, βαραίνει κατά πρωτεύοντα τρόπο το ψυχο-κοινωνικό πλαίσιο που βρέθηκε σε ιστορική αντιστοιχία με τις φάσεις της νεότητας και άνθησης του υπερρεαλισμού, ακόμη κι όταν προσφερόταν να επισπεύσει το μετασχηματισμό του. Προερχόμενοι από αυτό το κοινωνικο-πολιτικό περιβάλλον, και παραμένοντας μοιραία προσκολλημένοι σ’ αυτό χάρη στις νοητικές συνήθειες που η ανατρεπτική θέληση δεν επαρκεί αφ’ εαυτής για να ξεριζώσει, οι υπερρεαλιστές παρέμεναν επί πλέον εξαρτημένοι απ’ αυτό εφ’ όσον έπρεπε να μεριμνήσουν για την υλική τους ύπαρξη. Σε κείνα τα πρώιμα στάδια, βρέθηκαν πολλές φορές, εξ αιτίας των εξωτερικών συνθηκών, να οδηγούνται σε οδυνηρές συγκρούσεις μεταξύ του επαναστατικού τους ήθους και της υλικής ανάγκης, όπως αυτή προέκυπτε από έναν αμφισβητούμενο πολιτισμό. Σε πολλές περιπτώσεις επεκράτησε, αν και ουδέποτε απαλλαγμένη ολοσχερώς από την απροσεξία, μια στάση πραγματικά ασκητική που άνοιγε δρόμο σε μυθο-γενετικές δυνάμεις. Εξέφραζε έναν υπερρεαλιστικό μαξιμαλισμό, που ενίσχυε με κάθε τρόπο τα θεμέλια και την αυτονομία του κινήματος, πολύ περισσότερο απ’ όσο έφερνε στην ολοκλήρωσή της μια προσδοκία για την απόλυτη ταυτότητα συνείδησης και ύπαρξης, μη πραγματοποιήσιμη εν τούτοις κάτω από τις χωρικές και χρονικές συνθήκες. Οι αυτοκτονίες που συνέβησαν στις τάξεις του υπερρεαλισμού, δεν μαρτυρούν τάχα, εν μέρει, το δραματικό χαρακτήρα των συνεπειών που επιφέρει η σύγχυση των δύο αυτών εννοιών;

     Έκτοτε, οι ομαδικοί προσανατολισμοί του υπερρεαλισμού έχουν επιβεβαιωθεί πιο ξεκάθαρα˙ η ιδέα της επανάστασης, επιστρέφοντας στις πηγές της, είναι διευρυμένη˙ ενώ είχε αφεθεί να περικλειστεί στο διανοητικό και γεωγραφικό κύκλο των ταξικών κοινωνιών και του τεχνικού πολιτισμού, εφ’ εξής υποσκάπτει τα ψυχολογικά τους θεμέλια. Συνεπώς, το κέντρο βάρους της επαναστατικής παρέμβασης έχει μετακινηθεί, όπως έχει διευρυνθεί παράλληλα και το πεδίο δράσης του υπερρεαλισμού. Στην προσωπική επαναστατική στάση, στη θεωρητική, πόσο μάλλον καλλιτεχνική, κριτική, τα όργανα μιας μεθόδου πιο ριζοσπαστικής και πιο ευρείας είναι ενωμένα, έτσι όπως από την αφετηρία του ο υπερρεαλισμός είχε ταχθεί να τα πλάσει.

 

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ

 

Εάν υπάρχει λόγος να μιλούμε για ήττα του πραγματισμού, δεν θα πρέπει μήπως να την αποδώσουμε στις σχιζοειδείς δομές των ψυχολογικών του βάσεων, έτσι όπως τις παρουσιάζει ο «ορθολογιστικός θετικισμός» που περιγράφεται από την ιστορία των ιδεών; Από μιαν αφοσιωμένη πίστη στην επιστημονική περιγραφή των γεγονότων, που απολιθώνεται σύντομα σε απαράβατο δόγμα, δεν θα μπορούσαμε να μην φθάσουμε στο χωρισμό του κόσμου σε δυο τμήματα: τον εξωτερικό κόσμο που φημίζεται ως πραγματικός και τον εσωτερικό κόσμο που ανακηρύσσεται φανταστικός. Από τις πρώτες διερευνήσεις στο χώρο του ασυνειδήτου που επέτρεψαν να εντοπισθούν εκεί οι αληθινές δυνάμεις από τις οποίες απορρέει η ανθρώπινη δραστηριότητα, μέχρι τις πρόσφατες ανακαλύψεις της ψυχοσωματικής πάνω στους ψυχολογικούς παράγοντες που προδιαθέτουν για καρκίνο, το μηχανιστικό αυτό οικοδόμημα αποχτά πλέον ρωγμές. Η αδιάλειπτη ανάπτυξη των γνώσεων ακυρώνει τις κατηγορίες της αντικειμενικότητας και της υποκειμενικότητας και μας κάνει να τις θεωρούμε ως υποθέσεις εργασίας άγονες για τη γνώση. Η πραγματικότητα δεν βρίσκεται μήτε ψηλά μήτε χαμηλά: εντοπίζεται στο σημείο φυγής όπου συγκλίνουν οι πράξεις τις συνείδησης κι αυτές της ύπαρξης σε μιαν ενωτική προοπτική.

     Εξετασμένη απ’ αυτήν τη γωνία, η ιστορία η ίδια δεν μπορεί πλέον να θεωρείται ως το κατ’ αρχήν γνωστέο σύνολο των παρελθόντων συμβάντων, ενωμένων τα μεν με τα δε όπως τ’ αποτελέσματα με τα αίτια. Αφ’ ης στιγμής η ιστοριογραφία εγκαταλείψει τις βιβλιακές συρραφές της, αφ’ ης στιγμής αναλάβει να γράψει την ιστορία, όχι ως σύνολο συμβάντων τοποθετημένων στις θέσεις τους, αλλ’ ως σύνολο κινήσεων που περιγράφουν την εξέλιξη μιας ολότητας, ο ισχυρισμός της περί αυστηρής αντικειμενικότητας σ’ ένα λόγο άχρονης αλήθειας θα είναι απαράδεκτος. Προσπαθώντας εφ’ εξής να προβάλει την κίνηση των ανθρωπίνων κοινωνιών, ο ιστορικός δεν θα μπορέσει να ορίσει τον προσανατολισμό της παρά μόνον αφού θα έχει διαλέξει μεταξύ όλων των δυνατών εννοιών. Τούτη η επιλογή του ιστορικού, τούτο το θεμελιώδες όργανο εργασίας, υπάγει στο παρόν την αφήγηση του παρελθόντος και το επαναπροσανατολίζει σύμφωνα με τα στοιχήματα που παίζει για το μέλλον. Η ιστορία, όπως γράφεται, αποχτά έτσι το χαρακτήρα μιας ιδεολογίας˙ είναι ερμηνεία παλαιών συμβάντων μέσω τρεχουσών επιθυμιών. Όσο κι αν ο ιστοριογράφος προσπαθεί να περικλειστεί μες στους κανόνες της αντικειμενικής γνώσης, δεν παύει, από τη στιγμή που γράφει, να κατεβαίνει στην αρένα της πάλης των απόψεων όπου διακυβεύεται το άμεσο μέλλον. Όμως διαφεύγει από το σχετικισμό, αφού επιδεικνύει το σχετικισμό της ιστορικής γνώσης ως νόμο του. Όπως  όλοι οι ιδεολόγοι, ιδιαίτερα όπως οι ιδεολόγοι του αντι-ιδεολογικού επιστημονισμού, συμβάλλει στην κατασκευή ενός μύθου.

     Κοσμικά, χαρακτηρισμένα ως ιδεολογίες, θρησκευτικά και απορριφθέντα ως μύθοι, τούτα τα όρη που ανήγειρε η συλλογική ζωή έχουν επαρκές ύψος για να επιδείξουν την παγκόσμια κυριαρχία μιας μικρής ανάγκης: της διάθεσης ενός ολικού, αδιαίρετου προτύπου κατανοησιμότητας, μες στ’ οποίο να μπορούν ν’ απορροφηθούν, σαν μες σε πλοκαμοειδές σφουγγάρι, τα περιθωριακά και παραμελημένα στοιχεία που τρέμουν μην τυχόν μείνουν άστεγα. Η διανοητική ασφάλεια είναι ακόμη πιο αναγκαία σε κείνους από τους οποίους η πορεία των πραγμάτων απαιτεί τις μεγαλύτερες θυσίες. Αυτή η ανάγκη γίνεται πιο επιτακτικά αισθητή μες στην αγωνιώδη ένταση που γεννά η ιστορική συγκυρία όταν φαίνεται αδύνατον να υπερνικηθεί από τις ορθολογικές δυνάμεις του ατόμου και μόνο. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εσωτερικής αντικειμενοποίησης και προσωποποίησης του υπερεγώ, κι από την παγίωσή του σ’ ένα κοινό σύμβολο, όσο ετερογενή και να είναι τόσα υπερεγώ που έχουν βρει ένα μοναδικό συλλογικό προσδιορισμό, τα άτομα, δυναμωμένα από τη συνείδηση ότι ανήκουν σε μιαν ομαδικότητα κι ότι συμμετέχουν σ’ ένα κοινό κι αδιαίρετο σχήμα, διατυπώνοντας εφ’ εξής σε κάθε τους κίνηση και κάθε τους λόγο τις λέξεις-κλειδιά του ίδιου συλλογικού μύθου, όσο κι αν αυτές οι λέξεις έχουν εισαχθεί στο παιγνίδι των ψυχολογικών δομών που αδυνατούν ν’ αναχθούν οι μεν στις δε, τούτα τα άτομα γίνονται ικανά γι’ αξιοσημείωτες προσπάθειες κι απρόσμενα κατορθώματα. Αυτός ο τρόπος σχηματισμού ενός μύθου βρίσκεται στη ρίζα όλων των ομαδικοτήτων που θεμελιώθηκαν πάνω στο κύρος του αρχηγού. Γνωρίζουμε ότι εκεί αναπτύσσεται εύκολα μια αγελαία, άνευ όρων αποδοχή, πλήρης τρομαχτικών συνεπειών, όπως το έχουν δείξει το χιτλερικό Τρίτο Ράιχ, η Ρωσία του Στάλιν κτλ.

     Βλέπουμε πως αυτές οι μυθογενείς δυνάμεις, που η πραγματικότητά τους δεν υποφέρει την παραμικρή αμφιβολία, έχουν μια φύση περίπλοκη. Οι συναισθηματικές ικανότητες ζωντανεύουν εκεί μεσολαβώντας σε ορθολογικές διαδικασίες τις οποίες φέρνουν πέραν των ορίων της ορθολογικότητας. Το σύνολο αυτής της διαδικασίας ξεφεύγει από την ορθολογικότητα, όμως γι’ αυτό είναι ακόμη πιο αποτελεσματικό στη μεταμόρφωση του κόσμου, χάρη στην όψη του και στην ουσία του ακόμη. Αναμορφώνει τον κόσμο με τρόπο αποτελεσματικό, δανείζεται τη δεξιοτεχνία των συνειδητών συστατικών και την ενέργεια των ασυνειδήτων για την πραγματοποίηση του ατομικού και συλλογικού πόθου. Κατά την εξέλιξή του, ό,τι φαινόταν μη αφομοιώσιμο, ό,τι προξενούσε ανησυχίες για υπερβολική σύγχυση ή ακραία διάχυση, συμμορφώνεται στις προσταγές του πόθου. Συνδεδεμένοι δια της γέννησής τους με το συναίσθημα μιας απειλής, οι μύθοι στην πορεία της εξέλιξής τους, απ’ όπου η απειλή διαλύεται, εκδηλώνονται εξ ίσου καλά στις εποικοδομητικές κατευθύνσεις όσο και στην καταστροφή. Συνέβη άλλοτε να συνιστά αυτή η τελευταία στην παγκόσμια κλίμακα το σαφέστερο αποτέλεσμα των μυθογενών δυνάμεων. Τούτη η διαστροφή δεν αποδεικνύει διόλου ότι δεν μπορούν στο μέλλον να χορτάσουν με νέα πάθη την ίσκα απ’ την οποία τρέφονται οι σημερινοί άνθρωποι και ν’ ανταποκριθούν, για το καλύτερο, μες από νέα σχέδια, στη συναισθηματική τους ικανότητα.    

 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ

 

Στην αντίθεσή του προς τον πολιτισμό μες στον οποίο γεννήθηκε κι αναπτύσσεται, ο υπερρεαλισμός είναι δίχως αμφιβολία στάση και συμπεριφορά πρωτίστως και κατόπιν αφηρημένη σκέψη. Η τελευταία αυτή δεν υπήρξε λιγότερο απαραίτητη στην ανάπτυξή του, καθώς και στη βάθυνση των ερευνών ή της δραστηριότητάς του, εξ ου και, ιδωμένος απ’ αυτήν και μόνον την άποψη, στάθηκε δυνατό να δώσει την εντύπωση ενός ιδεολογικού κινήματος. Στην ιστορία του, όπως και σε κείνη των διαφόρων ομαδικοτήτων που τον έχουν ζωογονήσει, εύκολα διακρίνονται οι διαδοχικές απεικονίσεις των ουσιωδών του προσανατολισμών πάνω στις πολυάριθμες μετακινούμενες ηπείρους της ψυχο-κοινωνικής δραστηριότητας, καθώς και οι αλλαγές πλεύσης που, από ένα κίνημα σχεδόν αποκλειστικά λογοτεχνικό στο ξεκίνημά του, εν πάση περιπτώσει απασχολημένο αποκλειστικά με τα προβλήματα, ζωτικής κατ’ αυτό σημασίας, της γραπτής έκφρασης, δημιούργησαν μιαν ομαδικότητα, πολύ διαφορετική στο εσωτερικό της, οι δραστηριότητες της οποίας εισέβαλαν από νωρίς σε όλους τους τρόπους έκφρασης και σ’ όλες τις μορφές υπαρξιακής πρακτικής. Τούτη η μεγέθυνση του τομέα της παρέμβασης, που συνεπαγόταν μέρα τη μέρα έναν ορισμό όλο κι ευρύτερο των συνολικών σκοπών, είναι το κύριο χαρακτηριστικό μιας εξέλιξης από την οποία οι ιστοριογράφοι ή οι γηραιοί κύριοι που αφηγούνται τις τρέλες της νιότης τους δεν έχουν, πρέπει να φοβόμαστε, πάρει μυρουδιά. Συχνά ανυπόμονοι να βάλουν τελεία στην ιστορία που γράφουν, σάμπως για να την υπογράψουν ολόκληρη, δεν υπάρχει ιστορικό απρόοπτο στ’ οποίο να μην εντοπίζουν ένα καλό πρόσχημα: για δέκατη φορά το 1939, για ενδέκατη το 1966, για δωδέκατη το 1969. Η χρόνια όρεξη της γραφικότητας και το αγοραίο κουτσομπολιό είχαν, τουλάχιστον σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ως συνέπεια ένα διανοητικό ολίσθημα μεγάλων διαστάσεων, στ’ οποίο υποκύπτει εφ’ εξής όποιος θελήσει! Η αδιάκοπη μεγέθυνση του πεδίου ερευνών των υπερρεαλιστών, η εφαρμογή των μεθόδων τους σε πεδία που ως τότε βρίσκονταν έξω από την εμβέλειά τους κι η διαρκής εξέλιξη της ιστορίας τους προχωρούν ανεξάρτητα από τη μοίρα των ατόμων ή των κρίσεων που προκλήθηκαν συχνά από εξωτερικές περιστάσεις οι οποίες σημαδεύουν την ανεκδοτολογική ζωή των ομάδων. Αν αυτές οι κρίσεις έχουν μια έννοια, δεν τη βρίσκουν παρά μονάχα μες στην προοπτική του συνόλου.

     Η διεθνής επέκταση του υπερρεαλισμού μπορεί να θεωρηθεί ως άμεσα συνδεδεμένη με την έκταση του ανθρώπινου προβλήματος που αυτός εννοεί ν’ ανοίξει, με τον παγκόσμιο χαρακτήρα των εκφραστικών πράξεων που αποτελούν το κλειδί του και των μεθόδων στη γενίκευση των οποίων στηρίζεται για να το λύσει. Εάν το θέμα είναι ν’ απλώσουμε έναν καθοδηγητικό μίτο μεταξύ των δυο μισών μιας διχασμένης συνείδησης, να ζήσουμε χάρη σε μέσα έκφρασης που ανάγονται στην έννοιά τους, στη σύζευξη εσωτερικών κι εξωτερικών αιτιακών σειρών ως μια ολότητα εκ των πραγμάτων κινητή επ’ αόριστον, εάν το θέμα είναι να θεμελιώσουμε έτσι την πραγματικότητα που υπόκειται σε σχέσεις ή που δεν είναι παρά ένα μη επαληθεύσιμο αντικείμενο θεωρήσεων, τούτο το πρόγραμμα απαιτεί ένα νέο διανοητικό καθεστώς, που έχει περιγραφεί, με ορολογία δανεισμένη από τον Bachelard, ως υπερορθολογισμός (surrationalisme), για να υπογραμμισθεί ότι εκεί προκύπτει η αλληλουχία των λογικών ντετερμινισμών και των ασυνειδήτων παραγόντων που μέχρι νεοτέρας πληροφορίας διαφεύγουν από τις αιτιότητες της κλασικής μηχανικής. Θα ήταν ωστόσο ακριβέστερο, αν επιμένουμε να πιστεύουμε ότι τα αίτια καθορίζουν τ’ αποτελέσματα, να σημειώσουμε ότι μια τέτοια μέθοδος σκέψης εγκαθιδρύεται εν γένει ως συνέπεια βίαιων πληγμάτων στο κεφάλι, που προκαλούνται από την προγραμματισμένη μείωση του ύψους της οροφής. Η πτωτική τάση των θεμιτών διαστάσεων εμπνέει το φόβο πολλών τραυματισμών, όπου οι υπερρεαλιστές δεν ξέρουν τι είναι αυτό που πρόκειται να χαθεί˙ θα επιθυμούσαν να μην είναι η καθετότητα.

     Στις συνθήκες κάτω από τις οποίες ασκούνται σήμερα οι προσπάθειες των υπερρεαλιστών και χρησιμοποιούνται τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, θα ήταν μάταιο να προσκολλούνταν στην αγία γνώση και να θεωρούσαν τη δημιουργία ως εργαλείο μιας γνώσης καλύτερα ενημερωμένης. Τα εργαλεία βρίσκονται πάνω στον πάγκο. Ο χειρισμός τους είναι υπόθεση πιο συγκεκριμένη απ’ όσο τα δάχτυλα ή το σίδερο. Η λογική, που δεν είναι τίποτε άλλο από τον κοινό λόγο του κόσμου και του πνεύματος, περιορισμένη για πολύ καιρό μες στους θετικιστικούς κύκλους ή στα μεταφυσικά κονκλάβια κι εξαναγκασμένη στην περιγραφή ή στην ανάλυση από την προτεραιότητα που απέδιδε ως τώρα στην αρχή της ταυτότητας, η λογική αρπάζεται από τα προηγούμενα συμπεράσματά της. Η μοίρα της δεν είναι συνδεδεμένη με κείνη του όντος, όταν η μονιμότητα των πραγμάτων δεν μηνύεται παρά μόνο από τη σβησμένη φωνή που μεταγράφει τις απειροελάχιστες αντιλήψεις των εσωτερικών οργάνων. Ο ανταγωνισμός εσωτερικού κι εξωτερικού κόσμου είναι τεχνητός: η εμπειρία του λόγου το αποδεικνύει. Τούτη η θραύση του κορμού από το σπαθί που καλούμε φανταστικό μπορεί να ξεπερασθεί: να η διακύβευση της υπερρεαλιστικής κοσμολογίας, έτοιμης να ξεπροβάλει, διαμέσου των αργών πορειών της ιστορίας, μες από τις στοές του γέρου τυφλοπόντικα.

 

                                                                                     (Μετάφραση: Νίκος Σταμπάκης)

 

 

 

 


Ότι ακολουθεί αποτελεί διαφημιστικό υλικό, ξένο προς τη σελίδα