Ότι προηγείται αποτελεί διαφημιστικό υλικό και δεν αφορά τη σελίδα
Το
1925, σε ένα παλιό σπίτι στην Rue du Château 54 του Παρισιού σε μια νυχτερινή μάζωξη
ετοιμοπόλεμων «μαθητευόμενων μάγων», ο Marcel Duhamel, ο Jacques Prévert και ο Yves Tanguy επινόησαν ένα παιχνίδι που έλαβε
το παράδοξο όνομα «Εξαίσιο Πτώμα» (cadavre exquis). Η όλη ιδέα εκ πρώτης όψεως
δεν βασιζόταν παρά στα γνωστά παιχνίδια συναναστροφής τα οποία συχνά, ακόμα και
σήμερα, αξιοποιούνται από τις παρέες των ενήλικων για να σπάσουν τον πάγο που
χωρίζει τα σώματά τους όταν βρίσκονται σε ένα δωμάτιο, με τις υποσχέσεις της
νύχτας έτοιμες, για ακόμα μια φορά, να διαψευστούν. Ο πρώτος παίκτης έγραψε
πάνω στο λευκό χαρτί ένα ουσιαστικό. Δίπλωσε το χαρτί και το παρέδωσε στον
επόμενο, ο οποίος έγραψε ένα επίθετο, δίπλωσε κι αυτός το χαρτί, το έδωσε στον
τρίτο, και αυτός έγραψε ένα ρήμα. Αν οι παίκτες ήταν παραπάνω από τρεις, και είχαν
ως μητρική γλώσσα τα γαλλικά, όπως η νυχτερινή συντροφιά της Rue du Château, ο τέταρτος θα έγραφε ένα
ουσιαστικό, και ο πέμπτος ένα επίθετο. Εκείνη τη νύχτα οι τρεις φίλοι έπαιξαν
ως εάν να ήταν πράγματι πέντε και το αποτέλεσμα της πρώτης «παρτίδας» ήταν η
φράση «Le cadavre exquis boira le vin nouveau»
- «Το εξαίσιο πτώμα θα πιει το καινούργιο
κρασί».
Δεν
θα υπήρχε κανένας ίσως λόγος να θυμόμαστε, μετά από τόσα χρόνια, την έκπληξη
αυτών των τριών μακρινών μας φίλων, όταν τελικά άνοιξαν το διπλωμένο τους
χαρτί, αν δεν είχαμε να κάνουμε με τρία μέλη της πρώτης σουρρεαλιστικής ομάδας.
Οι φράσεις που προέκυψαν από αυτό το παιχνίδι, μολονότι το αρχικό κίνητρο των
παικτών δεν ήταν παρά η διασκέδαση, αναγνωρίστηκαν, καταγράφηκαν και στην
συνέχεια κοινοποιήθηκαν ως αποτελέσματα ενός πειράματος, ως ευρήματα λόγου,
δηλαδή, που πορίζουν γνώση. Η
οργανωμένη εμπειρία, το πείραμα, όμως, εν προκειμένω δεν συνιστά μια
εργονομημένη διαδικασία που συσσωρεύει περιεχόμενα ή data στην ατομική συνείδηση, ανάγοντας
το άγνωστο στο οικείο και το σύνηθες. Η γνώση που πορίζει δεν είναι μια
προσαύξηση όσων μπορούμε ήδη να γνωρίσουμε μέσα στα πλαίσια των δεδομένων
γενικών μορφών κοινωνικής συνείδησης. Δεν πρόκειται, επίσης, για μια γνώση
προορισμένη να πιστοποιεί την χρησιμότητα του παραλογισμού, της σημασιολογικής
αποδιάρθρωσης των μερών του λόγου, ως ανανεωτικής τεχνικής για την κατασκευή
προτάσεων ή εικόνων, πρόσφορων να εκπλήξουν ή να σαγηνεύσουν προς στιγμήν το
απαιτητικό και αψίκορο «κοινό» το οποίο καταναλώνει τα προϊόντα της λογοτεχνίας
και της ζωγραφικής. Με το «Εξαίσιο Πτώμα», αντίθετα, αποσφραγίζεται εκείνη η χαρούμενη, όσο και απόκρυφη, γνώση που
ανοικειώνει τις δεδομένες αναπαραστάσεις και λειτουργεί ως μια μεταστροφή, μια
αλλοίωση των μορφών της κοινωνικής συνείδησης και μια εμβάθυνση του δυνατού
περιεχομένου της, μια προσπέλαση στο Άλλο. Ό,τι διακυβεύεται σε αυτήν την
γνώση, σε αυτό το «καινούργιο κρασί» που το «εξαίσιο πτώμα» πρόκειται να
δοκιμάσει, είναι η αλχημεία του λόγου η οποία μπορεί να ενεργοποιήσει την
ελπίδα της καθολικής ελευθερίας, ξαναφέρνοντας την αίσθηση των παιδικών
πρωινών, όταν τα πάντα μπορούσαν να συμβούν και τα πάντα μπορούσαν να μας
εκπλήξουν[i].
Ένα
ομαδικό παιχνίδι μπορεί να οριστεί ως μια συνδυασμένη, βάσει ενός κοινά
αποδεκτού τυπικού, εθελοντική συλλογική δραστηριότητα που μετασχηματίζει,
κινητοποιώντας σύμβολα και προκαλώντας ένα αίσθημα ικανοποίησης της επιθυμίας,
την αντικειμενική πραγματικότητα, αναπτυσσόμενη στα διαλείμματα της καθημερινής
ζωής, σε έναν χώρο αποσπασμένο από εκείνον του κοινωνικού καταμερισμού
εργασίας, και στην σφαίρα του ελεύθερα διαθέσιμου χρόνου, χωρίς να
προσμετράται, δηλαδή, στην κοινωνικά αναγκαία εργασία ή να προστίθεται σε αυτήν
ως υπερεργασία. Η δραστηριότητα του παιχνιδιού, στον βαθμό, πάντα, που έχουμε
να κάνουμε με ένα παιχνίδι και όχι με ένα θέαμα, ενταγμένο στην εμπορευματική
παραγωγή, είναι εξ ορισμού μη-αλλοτριώσιμη: οι όροι και οι συνθήκες της δεν
εκφεύγουν ποτέ του ελέγχου των ίδιων των παικτών, και τα αποτελέσματά της δεν
αποξενώνονται ποτέ από τα συγκεκριμένα υποκείμενα που τα παρήγαγαν. Το «Εξαίσιο
Πτώμα» είναι ένα παιχνίδι το οποίο, λαμβάνοντας την μορφή ενός αγώνα διατύπωσης
και επίλυσης αινιγμάτων, οξύνει την αντίθεση ανάμεσα στον χρόνο της σχόλης και
τον χρόνο του καθήκοντος, στο διάλειμμα και την κανονικότητα, στο ελεύθερο
γίγνεσθαι και το οριοθετημένο είναι, στην επιθυμία και την πραγματικότητα, στο
αστείο και το σοβαρό. Αν το παιχνίδι γενικά είναι μια παρενθετική άρνηση του
υπαρκτού τεμαχισμένου κόσμου, αυτό το παιχνίδι, με τις διπλωμένες λέξεις, είναι
μια άρνηση της άρνησης, ένα διαλεκτικό άλμα πέρα από την αλλοτριωμένη ζωή, προς
την ενότητα των αντιθέτων.
Ο
αυθαίρετος προσδιορισμός ενός ουσιαστικού και η αυθαίρετη μετάβαση από αυτό το
ουσιαστικό, σε ένα επίσης αυθαίρετα προσδιορισμένο κατηγορούμενο, εφόσον
καταλήγουν σε μια ενιαία απόφανση, θέτουν υπό κρίση την ίδια την συνείδηση. Οι
λέξεις, το σημειωτικό υλικό της συνείδησης, εμβαπτίζονται σε ένα παραλήρημα
σχέσεων, παρατασσόμενες έτσι ώστε να σχηματίζουν μια εύθραυστη αλυσίδα, κάθε
ένας από τους κρίκους της οποίας, πέρα από οποιοδήποτε θεσμισμένο κριτήριο
γλωσσικής, σημασιολογικής ορθότητας και λογικής συνοχής, καταλαμβάνει την θέση
του τυχαία, ως εάν να διέθετε έναν απεριόριστο αριθμό πιθανών πλαισίων χρήσης,
αρκεί μονάχα να διατηρείται η συντακτική αλληλουχία μιας ατομικής πρότασης.
Αυτή η πρόταση ανασύρει μια συγκεκριμένη, παράδοξη αλλά ευδιάκριτη, ακουστική
εικόνα, την αισθητή μορφή μιας ιδέας, μιας νοητής ολότητας, που δεν
περιλαμβάνεται στα ενδεχόμενα, στα αποδεκτά περιεχόμενα της συνείδησης. Οι παίκτες
που ξεδιπλώνουν με περιέργεια το χαρτί, όπως τα παιδιά καθώς ανοίγουν τα κουτιά
με τα δώρα, δεν αποζητούν παρά ένα αντικείμενο ευχαρίστησης, μια στιγμή ηδονής.
Η εικόνα που η προκύπτουσα φράση αποδίδει, και μοιάζει με οπτική παραίσθηση, με
μια μη επιτρεπτή για τις γενικές μορφές κοινωνικής συνείδησης αναπαράσταση, δεν
ικανοποιεί την επιθυμία, αλλά την διεγείρει. Ενώπιον μιας εικόνας που υποβάλλει
απροσδόκητες, αυθαίρετες σχέσεις μεταξύ πραγματικών, επιμέρους αντικειμένων, το
βλέμμα αιφνιδιάζεται. Η ατομική συνείδηση αποδεικνύεται αρκετά περιορισμένη για
να συλλάβει το νόημα του οποίου αυτή η εικόνα είναι η αισθητή μορφή. Οι παίκτες
εκπλήσσονται και εκφορτίζουν συναισθηματική ενέργεια, συνδέοντας το
αντικείμενο-εικόνα με την κίνηση της επιθυμίας. Για να απολαύσουν το παράξενο
δώρο που έχουν μπροστά στα μάτια τους πρέπει να το ξεκλειδώσουν, να εισχωρήσουν
μέσα του, να ανακαλύψουν, πέρα από την ακατανόητη εμφάνεια, την έννοιά του.
Αφού το συνειδητό Εγώ αδυνατεί να ανταποκριθεί στο αντικείμενο της επιθυμίας,
οι παίκτες κατεσθίουν αυτήν την αισθητή μορφή που τίθεται απέναντί τους ως ένα
μη-προσδιορίσιμο, καθαρό Είναι, ως ένα, με άλλα λόγια, εδώδιμο μηδέν,
ανατρέχοντας στις σκοτεινές εκτάσεις που καλύπτουν οι πλάκες της περιοριστικής
ατομικής συνείδησης. Το τυχαίο γίνεται αντικειμενικό και η εικόνα γίνεται
συμπτωματική, με την ιατρική σημασία του όρου: αποκαλύπτεται ως σημείο μιας
συμβολικής γλώσσας η οποία υποκαθιστά στην αντικειμενική πραγματικότητα αυτού
του σημείου τις επιθυμητικές ροές των υποκειμένων που συμμετείχαν στον
σχηματισμό του. Οι ίδιοι οι παίκτες είναι αυτοί που συνέταξαν την προφητεία που
τώρα θα διαβάσουν.
Αν
το αποκεκαλυμμένο σημείο τίθεται ως μορφή μιας αινιγματικής ολότητας που
εξωτερικεύει εσωτερικές, υπόκωφες δονήσεις, ως μια ιερογλυφική μονάδα[ii]
της επιθυμίας, η κατανόησή του μπορεί να επιτευχθεί μονάχα με την
παραληρηματική εφαρμογή της αρχής του ελεύθερου συνειρμού, με την αδέσμευτη από
κάθε ηθική αναστολή μετάπτωση, βάσει των αναλογικών συσχετισμών, από το
σημειωτικό υλικό της συνείδησης στα μνημονικά ίχνη του ασυνείδητου, στις
φευγαλέες αναπαραστάσεις που μορφοποιούν τις απωθημένες ή μη ακόμα πρόσφορες
δυνατότητες του υποκειμένου. Παρασυρόμενοι στην ιλιγγιώδη τροχιά των συνειρμών,
φανταζόμαστε αυτό το αντικείμενο, το οποίο απεικονίζεται μπροστά μας, ως
βαθύτερα πραγματικό από τα μετρήσιμα, ανταλλάξιμα, αναλώσιμα αντικείμενα που
συνηθίσαμε να αντιλαμβανόμαστε ως κατεξοχήν αντικείμενα του κόσμου μας, χάρη
στον φετιχισμό του εμπορεύματος. Η προφητεία που μας προσφέρεται μπορεί να
εκπληρωθεί μονάχα στον βαθμό που συγκλίνουν σε μια πραγματικότητα, την οποία
αναγνωρίζουμε ως βάθος της δικής μας, η αισθητή μορφή του σημείου, ως
αποτέλεσμα μιας αντικειμενικής, εξωτερικής αιτιότητας, και το νόημα του σημείου
ως εκδήλωση μιας υποκειμενικής, εσωτερικής παραφοράς. Σε αυτήν την «νύχτα των
αστραπών», όπου η εικόνα μόλις που αφήνει στην υποκειμενικότητα «τον χρόνο να φυσήξει στη φωτιά των δαχτύλων
της»[iii],
αντικρίζουμε ένα σημείο πραγμάτωσης της επιθυμίας, έναν τόπο όπου καταλύεται η
αντινομία ανάμεσα στην αρχή της πραγματικότητας και την αρχή της ηδονής.
Δεν
πρόκειται για μια βιαστική φυγή από το πραγματικό, για μια λήθη της ύπαρξης.
Κάθε σύμβολο είναι μια αντικειμενοποίηση κοινωνικών σχέσεων· αυτό το σύμβολο,
αυτή η μαγική εικόνα της επιθυμίας, αντικειμενοποιεί κοινωνικές σχέσεις που δεν
έχουν ακόμα εδραιωθεί, των οποίων η δυνατότητα, παρ’ όλα αυτά, μπορεί να
ανιχνευτεί στον υπαρκτό κοινωνικό δεσμό ως μια αρνητικότητα, ως ένας ακραίος
όρος της αντίφασής του. Το υποκείμενο εισέρχεται στο απωθημένο παρελθόν του και
το χειραφετημένο μέλλον του: εκτινάσσεται πέρα από την τωρινή του υπόσταση και
μπορεί να ψυχανεμιστεί ως ένα παρόν την ζωή στο βασίλειο της ελευθερίας. Ο
ρυθμός της συνειρμικής μετάπτωσης συντονίζεται με τον ρυθμό υπέρβασης των
εμποδίων που κλείνουν τον δρόμο στην επιθυμία. Ο ίλιγγος των σημαινόντων
συνδυάζεται με την απόλαυση του σημαινόμενου. Δεν ζωντανεύει ένα φανταστικό
αντικείμενο· ένα ζωντανό, συγκεκριμένο υποκείμενο εξέρχεται των ορίων της
πραγματικότητάς του και ζει την δυνατότητα να εκπτύσσει τις δυνατότητές του
μέσα στον κόσμο – εξασκείται στην θραύση των αλυσίδων, βιώνει την κατάσταση της
εξεγερμένης υποκειμενικότητας που εξομολογείται ποιητικά τον έρωτά της,
εντυλίσσοντας σε μια ιερογλυφική μονάδα τον επαναμαγευμένο από την επιθυμία κόσμο.
Σε
αυτό το διαλεκτικό άλμα προς την νύχτα του Άλλου, όπου το υποκείμενο
αυτο-διαμεσολαβείται ως αντικειμενικό, και αναιρεί τον εαυτό του ως
επιμερισμένη, οριοθετημένη υπόσταση, η γνώση εναπόκειται στους απερίσταλτους
κυματισμούς της φαντασίας. Είναι γνώση των μη επιτρεπτών στις ισχύουσες
κοινωνικές σχέσεις δυνατοτήτων, και συνιστά μια παρέκκλιση, μια εγκόσμια διαύγαση[iv]
η οποία δεν είναι παρά η κίνηση από το
αντικείμενο της συνείδησης στο αντικείμενο της αυτοσυνείδησης[v]:
ένας κύκλος που επιστρέφει στον εαυτό του, για να τον βρει μεταμορφωμένο. Το να
γνωρίζει κανείς ισοδυναμεί με το εγκαταλείπεται στην συγκινησιακή κατάσταση της
μέθης, στον ίλιγγο και την χαρά, στην αλλοίωση, στην ρευστοποίηση της
αντικειμενικής πραγματικότητας, στην παραβίαση των ακατοίκητων ακόμα ή
απαγορευμένων για το Εγώ ζωνών, και στην κυκλοφορία της επιθυμίας μέσω της
καταστροφικής όσο και δημιουργικής δράσης της υποκειμενικότητας στα
αντικείμενα. Η πυξίδα στρέφεται προς τον υπερπραγματικό ορίζοντα όπου οι
υποκειμενικές ροές της επιθυμίας επανέρχονται στις αντικειμενικές κρυσταλλώσεις
της πραγματικότητας για να τις μεταστοιχειώσουν. Το «καινούργιο κρασί» είναι η
φιλοσοφική εκείνη λίθος που θα μεταμορφώσει το «πτώμα» σε «εξαίσιο» γίγνεσθαι.
Το
«Εξαίσιο Πτώμα» ήταν, λοιπόν, κάτι περισσότερο από ένα ανάλαφρο παιχνίδι
συναναστροφής, αλλά και κάτι ολότελα διαφορετικό από ένα επιστημονικοφανές
πείραμα επί χάρτου ή μια δοκιμή ανανέωσης των καλλιτεχνικών στυλιστικών
προτιμήσεων. Ήταν μια στρατηγική πορισμού γνώσης, κατά την οποία, ωστόσο, αντί
να πιάσει δουλειά ο ψυχρός νους της εργαλειακής ορθολογικότητας ή το φλεγματικό
μάτι της αισθητικής, χτύπησε η παλλόμενη, από τον ίλιγγο και την απόλαυση,
καρδιά της ποίησης, της εξέγερσης, και του έρωτα. Ο Duhamel, ο Prévert, και ο Tanguy, εκείνη την νύχτα, μεταθέτοντας
στο επίπεδο της οργανωμένης σουρρεαλιστικής δραστηριότητας το τελετουργικό των
παιχνιδιών συναναστροφής, μια μετάθεση η οποία είχε ήδη επιχειρηθεί και κατά
την περίοδο του παρισινού Dada,
με την στόχευσή της, όμως, τότε να περιορίζεται απλώς στον χλευασμό και στην
απονομιμοποίηση των κυρίαρχων αξιών[vi],
συνέβαλαν, με την επινόησή τους, σε μιαν ακόμα μέθοδο αναζήτησης του
υπερπραγματικού, πειραματίστηκαν με ένα ακόμα μέσο για να επιστρέψει, με μια
εκδικητική χαρά, η ανθρώπινη απόγνωση στο αντικειμενικό, παροντικό
«προσδιορισμένο-Είναι» μας: τα σουρρεαλιστικά
παιχνίδια.
Δεν
είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι σε όλες τις αφηγήσεις για την ιστορία του
σουρρεαλισμού οι οποίες καταλήγουν στην ανακοίνωση του θανάτου του,
επιστρατεύοντας την μνησίκακη μαρτυρία τους ή επιλεκτικά τεκμήρια για να
βεβαιώσουν την αναπόφευκτη εξουθένωση μιας ακόμα ιστορικής avant-garde,
αποσιωπάται η θέση που, από τον πρώτο κιόλας καιρό, καταλάμβαναν τα
σουρρεαλιστικά παιχνίδια στην δραστηριότητα των σουρρεαλιστικών ομάδων. Ο
θάνατος εξάλλου του σουρρεαλισμού εξακριβώνεται συνήθως αφού πρώτα
αποστραγγιστεί το αίμα του, ήτοι, η επαναστατική του ουσία, ο ένθετος
διαλεκτικός πυρήνας που τον τοποθετεί στην σωστή πλευρά του οδοφράγματος, ως
ένα κίνημα το οποίο προτρέπει στην «πλήρη
άρνηση για υποταγή»[vii]
και καλλιεργεί την αποστροφή για κάθε εκφυλισμό των αποτυπωμάτων που αφήνει
πίσω της η υποκειμενικότητα, όταν επιχειρεί να εκφραστεί, σε αισθητικές μορφές,
κατατάξιμες με όρους λογοτεχνικού ή εικονογραφικού ύφους. Πριν βάλουν την ποδιά
του ιατροδικαστή, οι φιλισταίοι δημοσιολόγοι «των τεχνών και των γραμμάτων»,
έχουν φορέσει τα ρούχα του δήμιου και τα ματογυάλια του λογοκριτή. Ο
σουρρεαλισμός στις αφηγήσεις τους ανακηρύσσεται νεκρός, με την ημερομηνία
θανάτου να ποικίλει ανάλογα με τις προτιμήσεις του εκάστοτε θανατοκράχτη, αφού
πρώτα έχει οριστεί με τρόπο που να επιτρέπει την μεθοδική του θανάτωση, να
καθιστά, ακόμα περισσότερο, ανεκτό το σβήσιμο των ιχνών του ως συλλογικής
περιπέτειας. Τα σουρρεαλιστικά παιχνίδια αποτελούν ακριβώς τέτοια ίχνη μιας
συλλογικής επαναστατικής δράσης η οποία αξιοποιεί σκοτεινά σύμβολα, φευγαλέες έννοιες, και απονενοημένα
νεύματα, για να μετασχηματίσει τον κόσμο, για να αλλάξει την ζωή: σημεία που
αποκαλύπτουν την οικουμενική δυνατότητα της χειραφέτησης· εκφάνσεις της μαγικής
εκείνης τέχνης που, αντί να παράγει αισθητικές μορφές, στήνει οδοδείκτες προς
τα σταυροδρόμια της Εκάτης, προς τους λαβυρίνθους των ελεύθερων
βηματισμών.
Μετά
τον Johan Huizinga
ξέρουμε ότι ο ίδιος ο πολιτισμός «έχει
τις ρίζες του στο ευγενές παιχνίδι», ότι το ανθρώπινο πνεύμα γονιμοποιείται
μέσα στον «μαγικό κύκλο του παιχνιδιού»[viii].
Μετά από τις μελέτες της Melanie
Klein ξέρουμε επίσης ότι το παιχνίδι μπορεί να αποβεί χρήσιμο ως
ψυχαναλυτική τεχνική, για παιδιά αλλά, με τις απαραίτητες προσαρμογές, και για
ενήλικες, μιας και στην συμβολική γλώσσα με την οποία επενδύονται τα επιμέρους
αντικείμενα που χρησιμοποιούνται στο παιχνίδι αποτυπώνονται οι φαντασιώσεις, οι
επιθυμίες, και οι απωθημένες εμπειρίες του υπό ανάλυση υποκειμένου[ix].
Τα σουρρεαλιστικά παιχνίδια, όμως, δεν αποσκοπούν σε μιαν αναγωγή στις ρίζες
του πολιτισμού, ούτε σε μια θεραπεία της ψυχωτικής, νευρωτικής ή καταθλιπτικής
υποκειμενικής θέσης, σε μια προσαρμογή του υποκειμένου στην κανονική,
σπαραγμένη του υπόσταση μέσα στον υπαρκτό πολιτισμό της ανελευθερίας. Η
εισαγωγή του παιχνιδιού στην σουρρεαλιστική μεθοδολογία, η οποία δεν ήταν ποτέ
ένα σύνολο από εδραιωμένους κανόνες ή τεχνικές, αλλά μια καταγραφή τρόπων «για να βρίσκει κανείς τη θέση του μέσα στο
νεύμα»[x], δρομολόγησε
την συλλογική έκφραση της εξεγερμένης, παράφορης υποκειμενικότητας. Το
παιχνίδι, ως οργάνωση της έμπνευσης, ως χάραξη κόμβων για την κυκλοφορία της
επιθυμίας, γίνεται ένας παράξενος «τόπος
συνάντησης»[xi] όπου
κοινωνικοποιείται η ποίηση, ή, ακόμα καλύτερα, εκδηλώνεται η οικουμενική
διάσταση της χαρούμενης και απόκρυφης γνώσης την οποία πορίζει η αποκάλυψη του
υπερπραγματικού ορίζοντα.
«Υπάρχει εκεί μια πηγή βαθειάς ανθρώπινης
επικοινωνίας ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα που δεν πρόκειται παρά να την
απαλλάξουμε απ’ ό,τι την καλύπτει και την θολώνει»[xii].
Το τονίσαμε ήδη: τα αινιγματικά αντικείμενα που έρχονται στο φως μετά από κάθε
παρτίδα ενός σουρρεαλιστικού παιχνιδιού είναι αντικείμενα γνώσης. Η
μοναδικότητα κάθε τέτοιου ιερογλυφικού της επιθυμίας, αντί να παραπέμπει στο
ακαταλόγιστο ενός υποκειμένου, αντικειμενοποιεί, με μιαν ανεπανάληπτη κάθε φορά
μορφή, δυνατές, αλλά όχι ακόμα πραγματικές, κοινωνικές σχέσεις μέσα στις οποίες
μπορεί να υπάρξει η υποκειμενική κατάσταση της ελευθερίας. Όπως συμβαίνει και
με κάθε αναπαράσταση της οποίας το νόημα μπορεί να επαληθευτεί, οι ιερογλυφικές
αυτές μονάδες επιφυλάσσουν γνώσεις που υπόκεινται σε κριτήρια
αντικειμενικότητας και ορθολογικότητας. Αντίθετα, ωστόσο, απ’ ό,τι θα μας έκανε
να υποθέσουμε μια ευρέως διαδεδομένη νεωτερική δεισιδαιμονία, για την
αντικειμενικότητα και την ορθολογικότητα της γνώσης, ακόμα κι εδώ, που δεν
πρόκειται για μια αποδοτική, αλλά για μια αποκαλυπτική γνώση, δεν εγγυάται
κανένα απομονωμένο στην υπερβατικότητά του, «καθ’ύλην αρμόδιο» ή ιδιοφυές, Υποκείμενο. Η γνώση αποκτά ορθολογική μορφή και
αντικειμενικό περιεχόμενο, ακριβώς γιατί προσλαμβάνει μια οικουμενική διάσταση
και διαθέτει έναν κοινωνικό χαρακτήρα.
Εφαρμόζοντας την ψυχανάλυση στον
αντικειμενικό λόγο, ο Gaston
Bachelard έχει από καιρό καταδείξει ότι η ίδια η
αντικειμενικότητα της γνώσης βασίζεται στην δυνατότητα προσπέλασης στο Άλλο,
στην χημική ανακάθαρση του στοχασμού
μέσω της κοινωνικής-λεκτικής αλληλεπίδρασης. Η αντικειμενική γνώση είναι μια
υπέρβαση εμποδίων και αναπτύσσεται παραβιάζοντας τις οριογραμμές των παγιωμένων
σε εξατομικευμένα Εγώ μορφών κοινωνικής συνείδησης: μόνο μαζί μπορούμε «να ξεκόψουμε
από την έπαρση των γενικών βεβαιοτήτων, από την απληστία των ιδιαίτερων
βεβαιοτήτων»[xiii].
Προχωρώντας πιο μακριά, η σύγχρονη φεμινιστική κοινωνική επιστημολογία
εκτοπίζει οριστικά το υπερβατικό ορθολογικό Υποκείμενο, το προορισμένο να
γνωρίζει Εγώ, και υπονομεύει την ισχύ των εξειδικευμένων πρακτικών γνώσης και
εξουσίας που του αναλογούν. Η ορθολογική παραγωγή και επικύρωση της γνώσης, σε
αντιδιαστολή με την διάδοση της πεποίθησης, επιτυγχάνεται μέσα από διαδικασίες
κριτικής συνδιαμόρφωσης και κοινωνικές, διαδραστικές πρακτικές του λόγου. Το
ίδιο το γνωρίζον υποκείμενο δεν είναι παρά ένα συγκεκριμένο υποκείμενο που δρα
μέσα σε δομημένες κοινωνικές σχέσεις, στις σημερινές συνθήκες ταξικές και
πατριαρχικές, ένα εμμενές υποκείμενο που σκέφτεται, αισθάνεται και πράττει
μονάχα υπό τους όρους της κοινωνικής του αλληλεξάρτησης. Στο περιεχόμενο της
γνώσης, τέλος, υπάρχει χώρος μονάχα για αναπαραστάσεις, οι οποίες μπορούν να
σταθεροποιηθούν και να επικυρωθούν, ως συμμορφώσιμες με μια τάξη αντικειμένων,
εν σχέσει πάντοτε με γενικές, ηγεμονικές ή αναδυόμενες, μορφές κοινωνικής
συνείδησης, με αρθρωμένα σύνολα από δημόσια κριτήρια, αφετηριακές παραδοχές και
κοινωνικές γνωσιακές στοχεύσεις[xiv].
Η αντικειμενική και ορθολογική γνώση είναι μια γνώση που παράγεται,
διαμορφώνεται, και επικυρώνεται κοινωνικά, ακόμα κι αν στις καπιταλιστικές
κοινωνικές σχέσεις χρειάζεται κατόπιν να απονεκρωθεί για να μετατραπεί σε
ατομικά ιδιοποιήσιμο input των αποδοτικών μηχανών της πολιτικής
οικονομίας. Τα σουρρεαλιστικά παιχνίδια επεκτείνουν την επικράτεια της
κοινωνικής παραγωγής της γνώσης σε πλάτος και προπαντός σε βάθος, ρίχνοντας ένα
τρεμάμενο φως στις απαγορευμένες για την συνείδηση περιοχές της
υποκειμενικότητας, και χειραφετούν, με την διασκεδαστική τους κατάβαση στις
πηγές της «βαθειάς ανθρώπινης επικοινωνίας», την ίδια την γνώση, ως δράση που
μετασχηματίζει τόσο το υποκείμενο όσο και το αντικείμενό της, από την αρχή της
αποδοτικότητας και την υπολογιστική ψυχρότητα του καπιταλιστικού ήθους. Η γνώση
των ιερογλυφικών μονάδων της επιθυμίας είναι αντικειμενική, εφόσον πραγματώνει
ένα συλλογικό σχέδιο διείσδυσης της επιθυμίας στην πραγματικότητα,
υπερβαίνοντας τα εμπόδια που στήνει ο «κοινός νους» και μεταβαίνοντας από την
παράσταση στην έννοια, από την αμεσότητα και το φαινόμενο στην ουσία, αλλά και
ορθολογική, εφόσον εκθέτει τις διαμεσολαβήσεις με τις οποίες επιτελείται αυτή η
υπέρβαση και μετάβαση, καθώς και τα, κάθε φορά μέχρι νεωτέρας, πορίσματά της, στην δημόσια κριτική και προκύπτει
μέσα από κοινωνικές πρακτικές του λόγου οι οποίες επιβάλλουν την ισότιμη,
καθαρμένη από ηθικές, αισθητικές, πολιτικές προκαταλήψεις, διαλεκτική
αλλελεπίδραση των συγκεκριμένων υποκειμένων που τις εξασκούν.
Η
κυκλοφορία της επιθυμίας δεν είναι πια ένα πρόβλημα ατομικής εκφοράς· η
απόγνωση δεν είναι πια μια υπόθεση που διευθετεί η ατομική υπόσταση αποσυρμένη
στα ενδότερά της. Με την ανύψωση των παλιρροϊκών ρευμάτων το υποκείμενο που
υποστασιοποιείται στην ατομική συνείδηση, και κατατρύχεται από αυτήν την
συνείδηση ως θέαση της μοιραίας
δυστυχίας του, σβήνει όπως ένα πρόσωπο σχηματισμένο στην άμμο. Στην θέση του
αναδύεται η υποκειμενικότητα που διατίθεται να πραγματωθεί, η επιθυμία ως
αυτοσυνείδηση, και «η αυτοσυνείδηση
επιτυγχάνει την ικανοποίησή της μόνο μέσα σε μια άλλη αυτοσυνείδηση»[xv],
μόνο με τον αναδιπλασιασμό της. Η απεγνωσμένη υποκειμενικότητα αναδιπλασιάζεται
ως αυτοσυνείδηση παίζοντας, επιδιδόμενη σε έναν συλλογικό αγώνα χαρούμενης και
απόκρυφης γνώσης, κατά τον οποίο βιώνει, ως ένα πραγματοποιήσιμο ενδεχόμενο,
την υπέρβαση της αντίφασης ανάμεσα στο υποκειμενικό και το αντικειμενικό, και
ενώνεται, συνυφαίνεται με άλλες, εξίσου απεγνωσμένες υποκειμενικότητες. Ο ψυχικός αυτοματισμός, η ελεύθερη διάπλευση στις
συνειρμικές μεταπτώσεις, αποτελεί ήδη ένα μέσο ώστε οι επιθυμητικές ροές να
σχηματίσουν ένα πεδίο λεκτικής επικοινωνίας στο οποίο δεν επενεργούν οι
κοινωνικά αποδεκτές γλωσσικές συμβάσεις και οι εξειδικευμένες πρακτικές
εξουσίας και γνώσης, αλλά οι αναλογικές συσχετίσεις που επιτρέπουν σε κάθε
άντρα, σε κάθε γυναίκα, να δοκιμάσει την κατάδυση στον υπερπραγματικό βυθό και
να κοινοποιήσει τα ευρήματά του/της ή να γαντζωθεί από τα ευρήματα ενός άλλου
άντρα, μιας άλλης γυναίκας, για να καταδυθούν μαζί. Η μεταφρασιμότητα της
επιθυμίας, την οποία εξασφαλίζει ο ψυχικός αυτοματισμός, κατακλύζοντας το
σημειακό υλικό της συνείδησης με σύμβολα, με εικόνες έρμαια της επιθυμητικής
εκτύλιξης, στα σουρρεαλιστικά παιχνίδια διοχετεύει το συγκινησιακό της ρεύμα σε
ένα ενιαίο κύκλωμα σωμάτων. Ό,τι διαπερνά, εγκατασπείροντας σπινθήρες, τις
υποκειμενικότητες που διπλώνονται η μία μέσα στην άλλη, αυτά τα ορμητικά
ποτάμια που μεταμορφώνοντας τα εμπόδια σε διόδους εκβάλλουν στην κοινή τους
θάλασσα, δεν είναι παρά ένας ερωτικός ηλεκτρισμός.
Κατά
τη διάρκεια αυτών των παιχνιδιών το αυτόματο μήνυμα εκπέμπεται όχι από μία αλλά
από πολλές και διαφορετικές πηγές,
οι οποίες συμβάλλουν παράγοντας έναν κοινό ηλεκτρικό παλμό. Είναι
εκείνος ο παλμός στον οποίον μπορούν να συντονιστούν ένα κόκκινο ντιβάνι, μία
γόβα μάγισσας απ' την οποία ξεπηδά μια μαύρη αέρινη φιγούρα, το πρόσωπο μιας
κοιμώμενης γυναίκας με ξανθά μαλλιά και δυο παράδοξες μορφές όμοιες με παιδιά
που παίζουν την «μακριά γαϊδούρα», όπως συνέβη στο «Εξαίσιο Πτώμα» που ο André
Breton, o Tristan Tzara, η
Valentine Hugo και η Greta Knutsen ζωγράφισαν το 1933. Ο ίδιος παλμός συνδέει
σε μια κοινή συνειρμική αλυσίδα την απόφανση «η πέτρινη γραβάτα ξεδιπλώνεται στις σκάλες», μέσω μιας ελαφρά
παραμορφωτικής εξεικόνισης, με την δεικτική πρόταση «ένα σκήπτρο και ένα καρφί σε μια παράλληλη πορεία που μεσολαβείται από
μια σκάλα και ίσως ένα σύννεφο», και αυτήν την τελευταία, πάλι μέσω μιας
ελαφρά παραμορφωτικής εξεικόνισης, με την περιγραφή «πού βαδίζει το ιπτάμενο καραβάκι; αναρωτήθηκε ο στρογγυλοπρόσωπος
μαύρος κύριος κοντά στις ράγες του τραίνου», στην παρτίδα «Σουρρεαλιστικού
Τηλεφώνου» που έπαιξαν ο υποφαινόμενος, ο Γιάννης Γκολφινόπουλος, η Γαλήνη
Νόττι, ο Μάκης Περδικομάτης και η Μαριάννα Ξανθοπούλου το 2001. Στο
«Σουρρεαλιστικό Τηλέφωνο», το οποίο επινοήθηκε κατά τα τέλη της δεκαετίας του
’90 από την τωρινή παρισινή ομάδα, όπως και στο «Εξαίσιο Πτώμα», ένα από τα
πρώτα σουρρεαλιστικά παιχνίδια, η μια υποκειμενικότητα εκτυλίσσεται μέσα στην
άλλη, διαπερνάται από την άλλη, αντικατοπτρίζεται πάνω στην άλλη. «Παιχνίδι
κατόπτρων, παιχνίδι αντιλάλων, σώματα που διαλύονται και ξαναπλάθονται
ακατάπαυστα και ακούραστα κάτω από τον ασάλευτο ήλιο της αγάπης»[xvi].
Ένα δωμάτιο, λοιπόν, με καθρέφτες όπου κανείς μπορεί να δει τα πολλαπλά του
ομοιώματα με μια μόνο ματιά, να γίνει επιπλέον ποιητής ακόμα κι αν οι γνώσεις ή
οι ικανότητές του, ο βαθμός δηλαδή εξοικείωσής του με τα παραδεδομένα μέσα
λογοτεχνικής έκφρασης, δεν νομιμοποιούν μια τέτοια αξίωση στον κυρίαρχο τρόπο
ιδεολογικής παραγωγής. Στα σουρρεαλιστικά παιχνίδια δεν υπάρχει νίκη ή ήττα,
καλύτερη ή χειρότερη επίδοση· υπάρχει μόνο το διϋποκειμενικό κύκλωμα που στήνει
η επιθυμία για να συνεχίσει την κίνησή της. Κανένα σώμα δεν ανταγωνίζεται το
άλλο· όλα αγωνίζονται ενάντια στον αλλοτριωμένο τους εαυτό, ενάντια στην ίδια
την ατομική τους υπόσταση. Το μόνο έπαθλο είναι η διέγερση της επιθυμίας, η
όξυνση της επιθυμίας να επιθυμούμε. Η κοινή ανταμοιβή είναι η αναγνώριση της
μιας αυτοσυνείδησης μέσα στην άλλη. Και κάθε τέτοια αναγνώριση, που εδώ δεν
συντελείται μέσω της διαλεκτικής σχέσης Δούλου-Κυρίου, αλλά βάσει της συνενοχής
των αδελφών-δολοφόνων του Πατέρα, ή της συνευθύνης των ταξιδιωτών μιας
φρενιασμένης αμαξοστοιχίας που διασχίζει τα απάτητα, παρθένα δάση, είναι στο
βάθος της ερωτική: προϋποθέτει μια εκκρεμή υπόσχεση ικανοποίησης της επιθυμίας,
μεταβιβάζει συγκινησιακές φορτίσεις, μοιράζει την απόγνωση και την λαχτάρα για
ελευθερία, αποδεσμεύει μια αμοιβαία επιδίωξη ευτυχίας, εκθέτει ένα ολόκληρο
εννευρωμένο σώμα ως ανοικτό, προσβάσιμο στο Άλλο.
Ο
ερωτισμός διασφαλίζεται από το τελετουργικό της ομαδικής παρέκκλισης, από τους
κανόνες του παιχνιδιού, που αποτελούν την βήμα βήμα ανεγειρόμενη γέφυρα πάνω
στην οποία κάθε υποκειμενικότητα συναντιέται με μιαν άλλη. Και μπορούμε να
στοιχηματίσουμε, ρίχνοντας στο τραπέζι τους θησαυρούς της ποίησης, του
σκοτεινού εσωτερικού λόγου, ότι αυτό το αβέβαιο ερωτικό ραντεβού, εν τέλει, δεν
θα αναβληθεί. Οι κανόνες παρέχουν τον αλγόριθμο, το τυπικό της μαγικής
επίκλησης, τον ρυθμό που συντονίζει τις χειρονομίες, και εγγυάται ότι κάθε
υποκείμενο θα τεθεί εκτός των ορίων της κοινωνικά καθορισμένης, εξατομικευμένης
του υπόστασης, έτσι ώστε κάθε συγκεκριμένο διαθέσιμο σώμα να συμπληρώσει, με
τις επιθυμητικές ροές του, το puzzle
ενός κοινού ερωτικού αντικειμένου: «Εδώ το αυτόματο συνάντησε το ερωτικό,
μιας και οι τμηματικές δημιουργίες συγχωνεύονται σε μια σαφή κατάδειξη της
ομαδικής επιθυμίας για ολόκληρο το σώμα.....Περισσότερο συχνά απ’ ότι όχι, αυτή
η φόρτιση βιώνεται, όπως μια ηλεκτρική ενέργεια που ξεχύνεται ανάμεσα στις
διπλώσεις, πτυχώνοντας τον εαυτό της τόσες φορές όσο περισσότερες είναι οι
ατομικές λαχτάρες, ωσότου το ξεδίπλωμα, η έκπτυξη του σώματος, των λέξεων και
των εικόνων, να απλωθεί από το κεφάλι ως τα πόδια»[xvii].
Κι όσο κι αν αυτές οι διαπιστώσεις γράφτηκαν για το «Εξαίσιο Πτώμα», η
συνάρθρωση ψυχικού αυτοματισμού και συλλογικής ερωτικής, συγκινησιακής φόρτισης
μπορεί να εξακριβωθεί σε όλα τα παιχνίδια με τα οποία οι σουρρεαλιστικές ομάδες
πειραματίζονται ασταμάτητα από τη δεκαετία του ΄20 μέχρι σήμερα.
Μια
σειρά από τέτοια παιχνίδια, τα οποία έδωσαν, σε όσες και όσους συμμετείχαμε τα
τελευταία πέντε χρόνια στην Σουρρεαλιστική Ομάδα στα Γιάννενα, την ευκαιρία να
μοιραστούμε ορισμένους ανεκτίμητους σπινθήρες, καταγράφονται και στις σελίδες
που ακολουθούν. Η διάθεση για παιχνίδι είναι ίσως το πιο ασφαλές κριτήριο για
το πόσο ζωντανή εξακολουθεί ακόμα να διατηρεί την φλόγα της μια σουρρεαλιστική
κοινότητα φίλων. Ο αριθμός και η ποικιλία των σουρρεαλιστικών παιχνιδιών είναι
ενδεικτικός της ανεξάντλητης ικανότητας των σουρρεαλιστικών συλλογικοτήτων να
επινοούν, να κατασκευάζουν τις γέφυρες εκείνες όπου πάντοτε μπορούν να
συναντιούνται οι διαθέσιμες να υπερβούν τα όριά τους υποκειμενικότητες για να εκπληρώνουν
αυτό που κάποτε προφήτεψε ο Isidore
Ducasse: η ποίηση θα
γίνεται από όλους. Η ποιητική έμπνευση δεν είναι «θείο δώρο», δεν έχει μια
ανεξιχνίαστη μεταφυσική καταγωγή, δεν πιστώνεται σε αισθητικές ή οποιεσδήποτε
άλλες προκαταλήψεις, δεν συνιστά επίσης προνόμιο καμιάς χαρισματικής ή μη
ατομικής υπόστασης. Έμπνευση είναι η εγκατάλειψη στον δαίμονα της αναλογικής,
συνειρμικής μετάπτωσης από εικόνα σε εικόνα. Ποίηση είναι η κοινωνικοποιημένη
παραγωγή των ιερογλυφικών μονάδων που εντυλίσσουν την επιθυμία ως μια
κοσμογονική δύναμη μεταμόρφωσης, προσφυή σε κάθε εξεγερμένη
υποκειμενικότητα. Η κυκλοφορία της
επιθυμίας σε αυτό το κύκλωμα της ηλεκτρισμένης διϋποκειμενικότητας οδηγεί την
φρενιασμένη αμαξοστοιχία, με αυτούς τους τόσο ανήσυχους επιβάτες, μέσα στην
άγρια βλάστηση του δάσους των συμβόλων. Τα σουρρεαλιστικά παιχνίδια δεν είναι
παρά ένα ξεχορταριασμένο μονοπάτι στην καρδιά αυτού του δάσους, ένας μαγικός
κύκλος κάτω από το μυσταγωγικό, χυμικό σμίξιμο της σελήνης και του ήλιου, η
αποκάλυψη μιας διαδρομής προς τα ουτοπικά penetralia της πραγματικότητας, προς το
υπερπραγματικό «Μη-Είναι-Ακόμα».
[i] «Κάθε πρωινό, τα παιδιά
ξεκινούν χωρίς καμιά ανησυχία. Το κάθε τι είναι πιθανό, οι χείριστες υλικές
συνθήκες είναι άριστες», André Breton, «Μανιφέστο του Σουρρεαλισμού»
(1924), στον τόμο Μανιφέστα του
Σουρρεαλισμού, μετ. Ε. Μοσχονά, Αθήνα-Γιάννινα 1983, σ.7.
[ii] Monas Hieroglyphica. Ο όρος είναι του John Dee, από το ομώνυμο, γραμμένο στα
λατινικά, κείμενό του που εκδόθηκε στην Αμβέρσα το 1564. Η καλύτερη αγγλική μετάφραση
είναι του C.H.Josten, The Hieroglyphic Monad, Ambix XII/1964, pp.84-222. Μέσω του internet είναι προσβάσιμη και η πρώτη αγγλική μετάφραση του J.W.Hamilton-Jones (1947), βλ. λ.χ. τη διεύθυνση: http://www.esotericarchives.com/dee/monad.htm,
και για pdf μορφή, τη διεύθυνση: http://athenaeum.asiya.org/Dee_Hieroglypic_Monad.pdf.
[iii] Breton, Μανιφέστα, σ.41.
[iv] Profane Erleuchtung. Walter Benjamin, «Der Sürrealismus. Die
letzte Momentaufnahme der europäischen Intelligenz» (1929), Gesammelte Schriften, Frankfurt/M. 1980,
Bd. II, 2, S.297.
[v] Georg W.F.Hegel, Φαινομενολογία του
Πνεύματος (1807) II, μετ. Δ.Τζωρτζόπουλος, Αθήνα-Γιάννινα
1995, σ.676.
[vi] βλ, τα παιχνίδια «Εκκαθάριση» (1921) και «Μερικές Προτιμήσεις»
(1922), δείγματα των οποίων αναδημοσιεύονται στον τόμο Αρχεία Γάλλων Υπερρεαλιστών. Τα Σουρρεαλιστικά Παιχνίδια (Μάρτιος
1921-Σεπτέμβριος 1962), επιμ. Emmanuel Garrigues (1995), μετ. Δ.Χορόσκελης, Αθήνα 1996, σσ.60-74.
[vii] Breton, «Δεύτερο Μανιφέστο του Σουρρεαλισμού» (1930), Μανιφέστα, σ.66.
[viii] Johan
Huizinga, Ο
Άνθρωπος και το Παιχνίδι (Homo Ludens) (1949), μετ. Στ.Ροζάνης-Γ.Λυκιαρδόπουλος, Αθήνα 1989.
[ix] Melanie
Klein, «Η Ψυχαναλυτική Τεχνική του
Παιχνιδιού: η ιστορία της και η σημασία της» (1955), στον τόμο Οι απαρχές της μεταβίβασης και άλλα κείμενα,
μετ. Ε.Πανάγου, Αθήνα 2002, σσ.59-94.
[x] Antonin
Artaud, «Η Δραστηριότητα του Γραφείου
Σουρρεαλιστικών Ερευνών» (1925), σ.29, στον τόμο Η Μεγάλη Ημέρα και η Μεγάλη Νύχτα, μετ. Στ.Ευθυμιάδης, Αθήνα 1987,
σσ.28-31.
[xi] Breton, Δεύτερο Μανιφέστο του
Σουρρεαλισμού, σ.116.
[xii] Breton, Ο Τρελός
Έρως (1937), μετ. Στ.Ν.Κουμανούδης, Αθήνα
19992, σσ.118-119.
[xiii] Gaston Bachelard, The Formation of the Scientific Mind (1938), transl. M.McAllester Jones, Manchester 2002, pp.139-140.
[xiv] Βλ. Helen Longino, The Fate of Knowledge, Princeton and Oxford, 2002.
[xv] Hegel, Φαινομενολογία του
Πνεύματος Ι, μετ. Δ.Τζωρτζόπουλος, Αθήνα –Γιάννινα 1993, σ. 324.
[xvi] Octavio
Paz, «Ο Υπερρεαλισμός» (1954), σ.11, στον
τόμο Η Αναζήτηση της Αρχής, μετ.
Μ.Μ.Ρούσσου, Αθήνα 1983, σσ.9-31.
[xvii] Mary
Ann Caws, The Surrealist Look. An Erotics
of Encounter, Cambridge Mass., 1999, σ.238.
Ότι ακολουθεί αποτελεί διαφημιστικό υλικό, ξένο προς τη
σελίδα