Ότι προηγείται αποτελεί διαφημιστικό υλικό και δεν αφορά τη σελίδα


 

ΝΙΚΟΣ ΣΤΑΜΠΑΚΗΣ

 

ΤΟ ΜΠΑΟΥΛΟ ΜΕ ΤΙΣ ΜΠΙΛΙΕΣ

 

Εκδ. Φαρφουλάς, Δεκέμβιος 2007

 

ΓΥΦΤΙΚΟ ΣΚΕΠΑΡΝΙ

 

Σαράντα χρόνια να κολλάς τσιρότα στην υδρόγειο

Τριάντα δόντια να πετάς ξοπίσω σαν χαλίκια

Είκοσι πρώτοι τόμοι απομνημονευμάτωνε

Μονάχα για την ενδομήτρια περίοδο

 

Και δέκα εντολές πίσω απ’ το τζάμι

Για να το σπάσεις σε ώραν έκταχτης ανάγκης

Κι εφτά αμαρτήματα σε τιμή δώρου:

Ύπαρξη κι ύπαρξη κι ύπαρξη κ. ο. κ.

 

Εννιά γραμμές ποιήματος χωρίς καμμιάν αιτία

Με δυο ενδιάμεσα κενά, π’ εγλύτωσαν πολύ φτηνά

Τρεις μάγοι που κρατάν χυλό χόβολη και χατζάρα

Τέσσαρες εποχές περνώ σε χειμερία νάρκη

Πέντε βδομάδες μες σ’ έν’ αερόστατο

 

Ένας θεός πατήρ παντοκράτωρ

Δυο πόδια που χωθήκανε σε μια μονάχα αρβύλα

Τρεις χωρικές που σεργιανάν με λικνιστά πανέρια

Τέσσαρες άνεμοι φυσάν κανείς τους δεν με παίρνει

 

Εφτά σοφοί, τρεις διεθνείς, μια καλαμιά στον κάμπο

Εννέα μούσες, ογδονταμιά ουρές

Τρία πουλάκια κάθουνταν και ομφαλοσκοπούσαν

Μηδέν-αγάς είν’ ο αγάς που για χατίρι του αγρυπνάς

Δυο γιους είχες μανούλα μου καιγόμουνα κι οι δύο

 

Εξήντα-εννιά σημαδιακό της γέννησής μου έτος

Τριάντα αργύρια το ποίημα ταρίφα.

                                                         1993   

 

 

     

 

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

 

«Γέροντα πικρογέροντα

Τι βόσκεις;»

 

«Βόσκω τον θερισμό αστραπής

από κρανίων χνούδια»

 

«Γέροντα πικρογέροντα

Τι φτύνεις;»

 

«Φτύνω τα εμπρόσθια δόντια μου

Για να χωρεί της γλώσσας η μουσούδα»

 

«Γέροντα πικρογέροντα

Τι βάνεις στις μασχάλες;»

 

«Το αποσμητικόν ‘Τριβή

Σε αύρα λευκότητος’, συχνά

Εν είδει ουράς της Άρχτου, ή

Χειρός του Καραγκιόζη»

 

«Γέροντα πικρογέροντα

Σαν πότες θα μας φύγεις;»

 

«Μόλις σημάνει δώδεκα

Την νύχτα του Σαββάτου

Αφήνοντας ξοπίσω μου

Μι’ αρβύλα, π’ αυτομάτως

Πρόκειται να μετατραπεί

Σε μελιτζάνα ολόγιομη

Ρύζι που βουίζει σαν κοιλιά

Τουμπανιασμένη γάτου».      

 

ΤΟ ΜΠΑΟΥΛΟ ΜΕ ΤΙΣ ΜΠΙΛΙΕΣ

 

Το ξέρω, πως είν’ έτοιμοι, κάθε στιγμή, ετούτη, ή την προσεχή, να ξεκλειδώσουν πόρτες, να γαντζωθούν σε κιγκλιδώματα, και να κοιτάξουν εχθρικά, πάνω ή κάτω, ανάλογα με την δική μου θέση ως προς αυτούς. Και νάτους, να διαμαρτύρονται, άλογα, κι απαιτητικά, γι’ αυτόν τον ανυπόφορο, λεν, θόρυβο, που δεν τους επιτρέπει ν’ αφουγκρασθούν προσεχτικά το στάξιμο της οροφής, της βρύσης, ή της μύτης τους—των πιο ευάλωτων, εννοείται, εξ αυτών. Τον θόρυβο που κάμνει το μπαούλο μου, που κουβαλώ, εδώ και τόσην ώρα, τόσους ορόφους, και σκαλιά, τόσον καιρόν χαμένο—αντίς να κάθουμαι σ’ αράπικα χαλιά, και τον ιστόν της έμπνευσής μου να υφαίνω…

Αλλ’ οι μετακινήσεις μου—δεν φταίω—είναι συχνές… Και το μπαούλο μου βαρύ… Κι οι μπίλιες, μέσα, εχτυφλωτικές… Κι όπως το σέρνω πίσω μου, αν άξαφνα κοντοσταθώ—κι η κλειδωνιά του χαλαρή—όλες οι μπίλιες θα χυθούν—και τότες είναι π’ όλοι θ’ απορούν—τι άνθρωπος είναι λες αυτός, και ποιες οι αποσκευές του! μήτε στιγμής ανάπαυση, όχι, για μένα! Όχι—

Κι άλλωστε, τόλεγα και χθες—προχθές;—όσο θυμούμαι, όροφοι, στάδια μεταβατικά… Κάποτες, ξακουστός, θε να γελώ με τούτες τις χρονοτριβές, τίποτες πίσω δεν θα παίρνω. Κάποτες, πια, ονομαστός, θα λεν για μενα, Έχασε τριάντα χρόνια, κουβαλώντας, σε σκάλες κακοτράχαλες, σε σκάλες γλυστερές,

Ένα μπαούλο ολόγιομο με μπίλιες ηχηρές, μπίλιες λαμπρές, χρωματιστές, μπίλιες που κληρονόμησε και που δεν άνοιξε ποτές, λιγάκι για να ιδεί—τι καθυστέρησις οιχτρή—και τι προσωπικότης!

Κι οι διαμπερείς των διατριβές, οξυδερκείς, θαυμαστικές, όλες απολογητικές, το φέρσιμό μου θα εξηγούν, τον βίον και το έργο μου—έργο μιας τέτοιας νιότης

Και σταθερή προσήλωση στ’ αριστερό φτερό Της!—

                                                                                                       1993

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


 


Ότι ακολουθεί αποτελεί διαφημιστικό υλικό, ξένο προς τη σελίδα


Free Web Page Hit Counter
tooth whitening