Ότι προηγείται αποτελεί διαφημιστικό υλικό και δεν αφορά τη σελίδα


 

 

Η ξαναζεσταμένη σούπα

 

Μια απάντηση σε όσους βιάζονται

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Η πρόσφατη έκδοση του βιβλίου του Michael Löwy Το άστρο του πρωινού-Υπερρεαλισμός και Μαρξισμός σε ελληνική μετάφραση (εκδ. Ερατώ) δημιουργεί ένα προηγούμενο: είναι η πρώτη φορά, τουλάχιστον από τον θάνατο του André Breton μέχρι σήμερα, που ένα ελληνόφωνο βιβλίο παρουσιάζει τον υπερρεαλισμό ως ζωντανό κίνημα και όχι ως καλλιτεχνική πρωτοπορία των αρχών του 20ου αιώνα, ξεπερασμένο ‘συρμό’ ή πρόδρομο ασαφώς προσδιοριζόμενων ‘σκηνών’ και κινημάτων που, υποτίθεται, τον ‘ξεπερνούν’ ποικιλοτρόπως ή—το πιθανότερο—απλώς αδιαφορούν για τα διακυβεύματα που εκείνος έθεσε επί τάπητος. Από αυτήν την άποψη χαιρετίζουμε ανεπιφύλακτα την έκδοση—όπως ακριβώς ένας κατάδικος σε απομόνωση χαιρετίζει την χαραμάδα φωτός που ανοίχθηκε στον τοίχο του: χωρίς να λησμονούμε ότι το αντιστάθμισμα αυτό στην συνήθη παραπληροφόρηση είναι τόσο μικρό που στρέφει την προσοχή μας μάλλον στην ύπουλη σιωπή που περιβάλλει ακόμη το ζήτημα παρά στα ελάχιστα ψελλίσματα που ενίοτε  διαπερνούν το τείχος των βόμβων της καθημερινής αθλιότητας.

     Φαίνεται, όμως, ότι η έκδοση δεν θα μπορούσε να είναι πλήρης χωρίς να βάλει και αυτή το λιθαράκι της στην πατροπαράδοτη εκστρατεία του ψεύδους. Φαίνεται ότι η αναγνώριση ενός ζωντανού υπερρεαλισμού υπερέβαινε τα εσκαμμένα και έπρεπε να επιληφθεί του ζητήματος ένας κάποιος ειδήμων της σύγχυσης και του ευτελισμού των πάντων. Το πρόσωπο αυτό δεν ήταν δύσκολο να βρεθεί—επρόκειτο ασφαλώς για τον maître του αποπροσανατολισμού, της εμπορευματοποιημένης εξέγερσης και της ασύστολης αερολογίας. Μιλούμε για τον κ. Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη, επιμελητή του βιβλίου, ο οποίος θεώρησε σκόπιμο να συγγράψει και την εισαγωγή του.

     Στα λογοτεχνικά και δημοσιογραφικά του πονήματα εν γένει ο κ. Μπαμπασάκης δεν κουράζεται να μιλά για τον σιτουασιονισμό και τον Guy Debord. Είναι κάτι που κάνει επικερδώς εδώ και δεκαετίες και δεν έχει κανέναν λόγο να το σταματήσει. Τον σιτουασιονισμό του αυτόν τον συγχέει με μια γλυκιά νοσταλγία για τα αξέχαστα ’60s, και για τα ακόμη πιο αξέχαστα πλέον (εφ’ όσον συμπίπτουν με την νεότητα του κ. Μπαμπασάκη) ’80s, εποχή κατά την οποίαν η εν λόγω νοσταλγία του για τα ’60s υπήρξε, υποθέτουμε, ακόμη εντονότερη (βλ. προηγούμενη παρένθεση), και εκφράσθηκε ασυμβίβαστα στα ηρωικά μπαρ της Κυψέλης. Η εγγενής σύγχυση μιας τέτοιας κοσμοθεωρίας επιτρέπει, στα κείμενα του κ. Μπαμπασάκη, τον συνδυασμό του Debord με τους Pink Floyd, τους Ten Years After και τον Eric Clapton, με τον «χριστιανό κομμουνιστή» Νίκο Καρούζο, με μέτριους Αμερικανούς συγγραφείς που πιθανώς διάβασε κατά την μεταπολιτευτική εφηβεία του… Πρόκειται για μια μετατροπή της εξέγερσης, όχι σε στυλ, αλλά σε νοσταλγία του στυλ, η οποία ασφαλώς αποδίδει, δηλ. εξαπατά αποτελεσματικά τους αδαείς και ικανοποιεί όσους, σαν τον κ. Μπαμπασάκη, επιθυμούν να φανούν ανήσυχοι χωρίς να πάρουν ποτέ στην ζωή τους το παραμικρό ρίσκο.

     Ο σιτουασιονισμός αποτελεί ιδανική αφετηρία για τον σκοπό αυτόν, όντας ένα ολωσδιόλου νεκρό κίνημα. Ο υπερρεαλισμός αντίθετα, έχοντας υποτίθεται ‘ταφεί’ από τον Debord και τους φίλους του περί το 1950, μετρά σήμερα πάνω από τρεις δεκαετίες ζωής μετά την διάλυση του σιτουασιονισμού—ορισμένες πτυχές του οποίου, δηλ. κάποια από τα ελάχιστα στοιχεία του που δεν είχαν μεταφερθεί απ’ ευθείας από το παλαιότερο κίνημα, ή που δεν οδηγούσαν σε αδιέξοδο, αναγνωρίζονται πλέον μεγαλόψυχα από σύγχρονους υπερρεαλιστές. Ένας από αυτούς είναι και ο Löwy, που δικαίως αφιερώνει στον Debord ένα από τα δοκίμια του υπό συζήτησιν τόμου. Αλλά μόνο ένα.

     Ο ενθουσιασμός του κ. Μπαμπασάκη ήταν δικαιολογημένος: είχε εντοπίσει εδώ το κεντρικό σημείο ολόκληρου του τόμου, και εκεί επρόκειτο ασφαλώς να στηρίξει την εισαγωγή του. Ποιο ήταν αυτό το κεντρικό σημείο; Μα, το ότι κλείνοντας την δεύτερη δεκαετία του ο υπερρεαλισμός ‘παρήκμασε’ και έκτοτε ο Debord διέσωσε την ‘κληρονομιά’ του—με ένα άλλο κίνημα, ασφαλώς, το οποίο επιπλέον είχε πάψει να υπάρχει πολύ πριν ακούσει γι’ αυτό ο κ. Μπαμπασάκης. Ο Debord ήταν, μαθαίνουμε, ‘πολύ καλύτερος στρατηγός’ από τον Breton, που στην εισαγωγή κατέχει σαφώς θέση δευτεραγωνιστή: είναι μήπως ο ίδιος Debord που ξεκίνησε συνεργαζόμενος με τις φιλοσταλινικές φράξιες του υπερρεαλισμού; Η συγγένεια με τον υπερρεαλισμό που ο Löwy αναγνωρίζει στον Debord μετατρέπεται εδώ σε παράδοση σκυτάλης. Και γιατί όχι; Ο Μάης του ’68, το Γούντστοκ και άλλα συμβάντα της μακρινής αλλά και τόσο κοντινής εκείνης εποχής κάνουν πάντα τις ευαίσθητες καρδιές να σκιρτούν, και τα έσοδα να συρρέουν. Αλλά η επιλογή της λέξης ‘στρατηγός’ (λέξης που το άκουσμά της θα έκανε τον Breton να ξεράσει) είναι ενδιαφέρουσα, εφ’ όσον  αντικαθιστά την συνηθέστερη (σε σχέση με τον Breton) λέξη ‘πάπας’. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με έναν ‘στρατηγό’ που, αφού διαλύεται ο ‘στρατός’ του, το όνομά του προσφέρεται ως λύση όποτε ο υπερρεαλισμός απειλεί να υπενθυμίσει την ύπαρξή του… Ένας βολικός νεκρός είναι ανεκτίμητος ως αντίπαλο δέος σε ενοχλητικούς ζωντανούς.

     Το ότι ο Löwy ασχολείται κυρίως με αυτήν την ύπαρξη, με αυτήν την διαρκή δραστηριότητα που έχει επιτέλους αρχίσει να γίνεται γνωστή και στην Ελλάδα, όχι βέβαια χάρη στις προσπάθειες των εκδοτικών οίκων, λίγο ενδιαφέρει τον κ. Μπαμπασάκη. Έχοντας βάλει το χέρι του, μαζί με άλλους της γενιάς του, για να τοποθετηθεί ο υπερρεαλισμός στον βυθό μιας σούπας από ρετάλια σιτουασιονισμού, ‘beat’ και ροκ, σήμερα σερβίρει την ίδια ακριβώς σούπα ως πρώτο πιάτο ενός γεύματος που ο ίδιος δεν είναι άξιος ούτε να συλλάβει ούτε και να δοκιμάσει. 

 

Η Υπερρεαλιστική Ομάδα Αθηνών

 

 

 

 

10/7/2005

 


Ότι ακολουθεί αποτελεί διαφημιστικό υλικό, ξένο προς τη σελίδα


Free Web Page Hit Counter
tooth whitening